στιγμάρχης

στιγμάρχης
ὁ, Μ
(για τον θεό) ο άρχων τής συγκεκριμένης στιγμής τού χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στιγμή + -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”